κοίτασμα
Προφορά
Ετυμολογία
κοίτασμα μεσαιωνική ελληνική κοίτασμα (= κλίνη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοίτασμα
✦ στρώμα ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω απ’ αυτήν: βρέθηκαν κοιτάσματα χρυσού
✦ (κ. μτφ.): είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–