κλητήριος


κλητήριος
Προφορά

Ετυμολογία
κλητήριος κλητήρ

Ερμηνεία
επίθετο┘ κλητήριος -ος, -ο

✦ που ενέχει κλήση, πρόσκληση
✦ κλητήριο θέσπισμα (βλ. λ. θέσπισμα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.