κληρονομώ
Προφορά
Ετυμολογία
κληρονομώ αρχαία ελληνική κληρονομέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κληρονομώ -είς, -εί
✦ αποκτώ περιουσιακό στοιχείο με κληρονομιά: κληρονόμησε κάτι σπίτια από τη θεια του
✦ παίρνω από τους προγόνους σωματικές ή ψυχικές ιδιότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κληροδοτώ
Επιρρήματα
–