κλήρωση
Προφορά
Ετυμολογία
κλήρωση αρχαία ελληνική κλήρωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλήρωση
✦ εκλογή προσώπων ή διανομή κτημάτων με κλήρο
✦ η εξαγωγή λαχνών από την κληρωτίδα: η κλήρωση του εθνικού λαχείου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–