κλήρος
Προφορά
Ετυμολογία
κλήρος αρχαία ελληνική κλῆρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κλήρος
✦ λαχνός
✦ μερίδιο κληρονομιάς
✦ μέρος γης που δόθηκε με κλήρωση
✦ μοίρα, τύχη
✦ το σύνολο των ιερωμένων: ο ορθόδοξος κλήρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–