κηδεμονία
Προφορά
Ετυμολογία
κηδεμονία αρχαία ελληνική κηδεμονία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κηδεμονία
✦ το έργο του κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη προσώπου μη αυτεξούσιου ή φροντίδα για τα υλικά συμφέροντά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–