κεχηνώς
Προφορά
Ετυμολογία
κεχηνώς κέχηνα, μτχ. πρκμ. του χαίνω (=χάσκω)
Ερμηνεία
κεχηνώς
✦ -υία, -ός μτχ. ως επίθ. αυτός που χάσκει, που μένει με ανοιχτό το στόμα, ο χάχας
✦ ουδ. κεχηνός ως ουσ., κενό, χάσμα, χασμωδία: οι σημερινοί ιστοριογράφοι μας, με ψήγματα πληροφοριών… παλεύουν για να καλύψουν το κεχηνός του ρυθμού (Κ.Θ. Δημαράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κεχηνότως, χάσκοντας, με το στόμα ανοικτό