κεχηναίος


κεχηναίος
Προφορά

Ετυμολογία
κεχηναίος αρχαία ελληνική κεχηναῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κεχηναίος -α, -ο

✦ αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό, που χάσκει, χάχας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.