κεφαλομάντιλο
Προφορά
Ετυμολογία
κεφαλομάντιλο κεφάλι + μαντίλι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κεφαλομάντιλο
✦ μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για συγκράτηση των μαλλιών ή για στολισμό: ήταν ένα παλικάρι ως είκοσι χρονών… ντυμένο – ποδεμένο κρητικά, με το κεφαλομάντιλο δεμένο κλέφτικα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–