κεφαλοκλείδωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κεφαλοκλείδωμα κεφαλή + κλείδωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κεφαλοκλείδωμα
✦ λαβή της πάλης κατά την οποία με την κλείδωση του αγκώνα ο παλαιστής πιάνει το κεφάλι του αντιπάλου για να τον ακινητοποιήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–