κεφαλαιώδης


κεφαλαιώδης
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλαιώδης μεταγενέστερη ελληνική κεφαλαιώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ κεφαλαιώδης -ης, -ες

✦ που αποτελεί το κύριο μέρος, που περιέχει τα ουσιώδη, βασικός
✦ σπουδαίος: το ζήτημα έχει κεφαλαιώδη σημασία

Συνώνυμα

Αντίθετα
επουσιώδης
Επιρρήματα
κεφαλαιωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.