κεφαλαιοποίηση


κεφαλαιοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλαιοποίηση κεφαλαιοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κεφαλαιοποίηση

✦ μετατροπή εισοδήματος σε κεφάλαιο
✦ κεφαλαιοποίηση τόκων, η ενσωμάτωση των τόκων στο κεφάλαιο από το οποίο προήλθαν, με αποτέλεσμα οι τόκοι της επόμενης χρονικής περιόδου να υπολογίζονται βάσει του αρχικού κεφαλαίου και των τόκων που προστέθηκαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.