κεφαλαιοκράτισσα


κεφαλαιοκράτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλαιοκράτισσα κεφάλαιον + κρατώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κεφαλαιοκράτισσα

✦ θηλ. κεφαλαιοκράτισσα (Κ -τις, -ιδος) μεγάλος κεφαλαιούχος, κάτοχος μέσων παραγωγής ή πρόσωπο που ζει από τα εισοδήματα των κεφαλαίων του

Συνώνυμα
καπιταλιστής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.