κεφαλαιμάτωμα


κεφαλαιμάτωμα
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλαιμάτωμα κεφαλή + αιμάτωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κεφαλαιμάτωμα

✦ διόγκωση του κρανίου νεογνού οφειλόμενη σε κακώσεις που προκαλούνται κατά τον τοκετό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.