κεφαλαιαγορά
Προφορά
Ετυμολογία
κεφαλαιαγορά κεφάλαιον + αγορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κεφαλαιαγορά
✦ η αγορά (τράπεζες, ταμιευτήρια, δανειοδοτικοί στεγαστικοί οργανισμοί, ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματιστήρια, εταιρείες επενδύσεων κτλ.) όπου γίνεται η διαπραγμάτευση μακροπρόθεσμου δανεισμού κεφαλαίων για χρηματοδότηση επιχειρήσεων ή του δημοσίου: διεθνής κεφαλαιαγορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–