κεφαλή
Προφορά
Ετυμολογία
κεφαλή αρχαία ελληνική κεφαλή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κεφαλή
✦ το κεφάλι: οι μάνες και οι αδερφές, μαυροντυμένες, σκύβουν την κεφαλή αμίλητες (Κ. Ουράνης)
✦ (στρατ.) το πρόσθιο άκρο φάλαγγας
✦ η κορυφή, η αρχή κάθε πράγματος
✦ (για πρόσ.) ο πρώτος, ο αρχηγός: η κεφαλή της εκκλησίας
Συνώνυμα
ο επικεφαλής
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–