κεφίρ


κεφίρ
Προφορά

Ετυμολογία
κεφίρ └γαλλ┘ képhir, λ. καυκασιανή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κεφίρ

✦ είδος ποτού, από τις χώρες του Καυκάσου, παρασκευαζόμενο με ζύμωση από αγελαδινό ή κατσικίσιο γάλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.