κεφάλα


κεφάλα
Προφορά

Ετυμολογία
κεφάλα μεγεθ. του κεφαλή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κεφάλα

✦ μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
✦ (χλευαστ.) άδειο και ανόητο κεφάλι, κεφάλας (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.