κεραμιδόγατος
Προφορά
Ετυμολογία
κεραμιδόγατος κεραμίδι + γάτος• πρβλ. ζηλιαρόγατος, σπιτόγατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κεραμιδόγατος
✦ ονομ. γάτων που δεν ανήκουν σε ορισμένη ράτσα
✦ (μτφ. ) για άντρα ερωτύλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–