κενόσπουδος


κενόσπουδος
Προφορά

Ετυμολογία
κενόσπουδος μεταγενέστερη ελληνική κενόσπουδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κενόσπουδος -η, -ο

✦ ο ασχολούμενος με πράγματα μάταια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.