κενός
Προφορά
Ετυμολογία
κενός αρχαία ελληνική κενός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κενός -ή, -ό
✦ άδειος, που δεν περιέχει τίποτα
✦ που πρέπει να πληρωθεί, να καταληφθεί: υπάρχουν πολλές θέσεις κενές
✦ ο χωρίς νόημα, χωρίς πνευματικό ή ηθικό περιεχόμενο: λόγος κενός
Συνώνυμα
κούφος
Αντίθετα
πλήρης, γεμάτος ,μεστός
Επιρρήματα
–