κεντώ
Προφορά
Ετυμολογία
κεντώ αρχαία ελληνική κεντέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κεντώ -άς, -ά
✦ τρυπώ με μυτερό όργανο: κεντήσαμε τα μουλάρια και πήγαμε μπρος (Γ. Ψυχάρης)
✦ (μτφ. ) παρακινώ, παροτρύνω
✦ ερεθίζω, ενοχλώ
✦ φτιάχνω κέντημα, ασχολούμαι με το κέντημα: κεντούσε η μάνα μου σκυφτή στο παραθύρι δίπλα (Π. Βλαστός)
✦ στολίζω με κέντημα: κορδέλες κεντημένες… με μαργαριτάρια (Κ. Καβάφης)
✦ απεικονίζω σε κέντημα: τη θάλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα (Κ. Κρυστάλλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–