κεντήστρα


κεντήστρα
Προφορά

Ετυμολογία
κεντήστρα κεντώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κεντήστρα

✦ γυναίκα που, κατ’ επάγγελμα, κατασκευάζει κεντήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.