κελαρυστός


κελαρυστός
Προφορά

Ετυμολογία
κελαρυστός κελαρύζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κελαρυστός -ή, -ό

✦ που κελαρύζει: στο πλατύ ποτάμι που κατεβάζει τον χειμώνα νερά κελαρυστά (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.