καύση


καύση
Προφορά

Ετυμολογία
καύση αρχαία ελληνική καῦσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καύση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καίω, η κατάσταση του καίομαι, φθορά με τη φωτιά, κάψιμο
✦ (χημ.) η ένωση σώματος με οξυγόνο, που παράγει θερμότητα και φως
✦ (φυσιολ.) καύση οργανική, σύνολο οξειδώσεων που επιτελούνται στους ιστούς των ζώντων οργανισμών και αποτελούν την πηγή της ζωικής θερμότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.