καψαλίζω


καψαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καψαλίζω μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ καυσαλίς

Ερμηνεία
ρήμα καψαλίζω

✦ καίω επιφανειακά: καψαλίζουν την κότα – τη ρέγκα – ψωμί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.