καψάλα
Προφορά
Ετυμολογία
καψάλα καψαλίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καψάλα
✦ μισοκαμμένος από πυρκαγιά κορμός δέντρου: στις καψάλες των δέντρων σκάσανε πράσινα μάτια, τινάχτηκαν πράσινες βεργούλες (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ καμμένη δασική έκταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–