καχύποπτος
Προφορά
Ετυμολογία
καχύποπτος αρχαία ελληνική καχύποπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καχύποπτος -η, -ο
✦ ο πάντοτε υποψιαζόμενος τους άλλους ότι θα τον βλάψουν, ο άνθρωπος που δεν εμπιστεύεται κανέναν, δύσπιστος
Συνώνυμα
φιλύποπτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
καχύποπτα (Κ καχυπόπτως)