κατώμερος


κατώμερος
Προφορά

Ετυμολογία
κατώμερος κατωμέρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατώμερος -η, -ο

✦ ο καταγόμενος από πεδινό τόπο, κατωμερίτης
✦ (για τόπο) πεδινός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.