κατσάβραχα


κατσάβραχα
Προφορά

Ετυμολογία
κατσάβραχα κατά Μ. Φιλήντα από το ακανθάβραχα• κατ’ άλλους από το κατά-βραχα

Ερμηνεία
κατσάβραχα

✦ ουσ. τόπος ορεινός γεμάτος βράχια, έδαφος βραχώδες και δύσβατο: κατσάβραχα και δασωμένες πλαγιές και πάλι κατσάβραχα (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.