κατραμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κατραμίζω κατράμι
Ερμηνεία
κατραμίζω
✦ κ. κατραμιάζω ρ. αλείφω με κατράμι, κατραμώνω
✦ (μτφ. ) γίνομαι κατάμαυρος, μαυρίζω: μολυβί γίνεται το σκοτάδι και κατραμιάζει του κύματος ο κάθε επάλληλος όγκος (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–