κατρακύλα
Προφορά
Ετυμολογία
κατρακύλα κατρακυλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατρακύλα
✦ κατολίσθηση, γλίστρημα: γδούποι αντηχούν της κατρακύλας των πετρών (Τ. Παπατσώνης)
✦ (μτφ. ) οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός: δυσκολευόμουνα να πιστέψω την κατρακύλα του (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–