κατρακυλώ
Προφορά
Ετυμολογία
κατρακυλώ σύνθ. κατακυλώ > κατλακυλώ (με προληπτική ανάπτυξη λ) > κατρακυλώ (ανομοίωση)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατρακυλώ -άς, -ά
✦ κυλώ κάτι προς τα κάτω με ταχύτητα
✦ (αμτβ.) κυλιέμαι προς τα κάτω
✦ (μτφ. ) ξεπέφτω, «παίρνω την κάτω βόλτα»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–