κατράμι
Προφορά
Ετυμολογία
κατράμι └ιταλ┘catrame
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κατράμι
✦ η πίσσα: στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει (Ν. Καββαδίας)
✦ ολόμαυρος: ύδατα μαύρα τρέχουνε, κατράμια (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–