κατουρώ
Προφορά
Ετυμολογία
κατουρώ αρχαία ελληνική κατουρέω-ῶ
Ερμηνεία
κατουρώ
✦ -άς, -ά κ. -είς, -εί ρ. (κατούρ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) ουρώ
✦ βρέχω με τα ούρα μου
✦ (μτφ. ) περιφρονώ
✦ (μέσ.) κατουριέμαι, επείγομαι για ούρηση
✦ (κ. μτφ.) κυριεύομαι από τρόμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–