καταϊδρώνω


καταϊδρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταϊδρώνω κατά + ιδρώνω

Ερμηνεία
ρήμα καταϊδρώνω

✦ ιδρώνω υπερβολικά
✦ μτχ. παθ. πρκμ. καταϊδρωμένος, -η, -ο ως επίθ. που έχει ιδρώσει υπερβολικά, κάθιδρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.