κατασταλτικός


κατασταλτικός
Προφορά

Ετυμολογία
κατασταλτικός μεταγενέστερη ελληνική κατασταλτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατασταλτικός -ή, -ό

✦ ικανός να καταστέλλει, να περιορίζει: κατασταλτικά μέτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα
προληπτικός
Επιρρήματα
κατασταλτικά (Κ κατασταλτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.