κατασταλαχτός


κατασταλαχτός
Προφορά

Ετυμολογία
κατασταλαχτός κατασταλάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατασταλαχτός -ή, -ό

✦ κατασταλαγμένος, διαυγής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.