κατασταλάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κατασταλάζω αρχαία ελληνική κατασταλάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατασταλάζω
✦ πέφτω σε σταγόνες: τα δάκρυά της είν’ αυτά όπου κατασταλάζουν (Ι. Καρασούτσας)
✦ κατακάθομαι, σχηματίζω ίζημα
✦ καθαρίζω, λαγαρίζω
✦ (μτφ. ) καταλήγω: πού κατασταλάξατε ύστερα από τη συζήτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–