κατασκοτώνω


κατασκοτώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κατασκοτώνω κατά + σκοτώνω

Ερμηνεία
ρήμα κατασκοτώνω

✦ δέρνω αλύπητα, τσακίζω στο ξύλο
✦ (μέσ.) κατασκοτώνομαι, κουράζομαι πολύ: κατασκοτώνεται στη δουλειά
✦ τραυματίζομαι, μωλωπίζομαι
✦ καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να ευχαριστήσω κάποιον: κατασκοτώθηκε, η καημένη, να μας περιποιηθεί

Συνώνυμα
τσακίζομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.