κατασκοπευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
κατασκοπευτικός κατασκοπεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κατασκοπευτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την κατασκοπία, που αποβλέπει σε κατασκόπευση: κατασκοπευτικό δίκτυο – κατασκοπευτικές ενέργειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κατασκοπευτικά (Κ κατασκοπευτικώς)