κατασκοπία
Προφορά
Ετυμολογία
κατασκοπία μεταγενέστερη ελληνική κατασκοπία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατασκοπία
✦ η κατασκόπευση
✦ το έργο του κατασκόπου
✦ υπηρεσία που ενεργεί κατασκοπεύσεις: αμερικανική – σοβιετική κατασκοπία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–