κατασκευή
Προφορά
Ετυμολογία
κατασκευή αρχαία ελληνική κατα-σκευή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατασκευή
✦ ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί κάτι
✦ η σύσταση ή η μορφή ενός πράγματος
✦ επινόηση
✦ το σύνολο των κατεργασιών ή συναρμολογήσεων για την ολοκλήρωση ενός τεχνικού οργάνου, μηχανήματος κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–