κατασκήνωση


κατασκήνωση
Προφορά

Ετυμολογία
κατασκήνωση μεταγενέστερη ελληνική κατασκήνωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατασκήνωση

✦ το στήσιμο σκηνής
✦ η εγκατάσταση σε σκηνή
✦ τόπος όπου κατασκηνώνουν
✦ (ειδ.) σύνολο εγκαταστάσεων στο ύπαιθρο, για παραθερισμό παιδιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.