κατασιγάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κατασιγάζω αρχαία ελληνική κατασιγάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατασιγάζω
✦ κάνω κάποιον ή κάτι να σιγήσει
✦ (μτφ. ) κατευνάζω, κατασβήνω: παλιέ μου πόνε, μ’ άλλο νιο να σε κατασιγάσω (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–