καταρτίζω


καταρτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταρτίζω αρχαία ελληνική καταρτίζω

Ερμηνεία
ρήμα καταρτίζω

✦ συγκροτώ, οργανώνω
✦ εκπαιδεύω, εφοδιάζω με τις απαραίτητες γνώσεις: όλοι οι απόφοιτοι του φροντιστηρίου είναι καλά καταρτισμένοι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.