καταρροϊκός


καταρροϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
καταρροϊκός αρχαία ελληνική καταρροϊκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταρροϊκός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον κατάρρου ή την καταρροή
✦ ο άρρωστος από καταρροή ή κατάρρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.