καταρρίπτω


καταρρίπτω
Προφορά

Ετυμολογία
καταρρίπτω αρχαία ελληνική καταρρίπτω

Ερμηνεία
ρήμα καταρρίπτω

✦ ρίχνω κάτω, γκρεμίζω
(μτφ. ) ανατρέπω, αντικρούω με επιτυχία: καταρρίφθηκαν τα επιχειρήματα της αντιπολιτεύσεως
✦ ξεπερνώ: επιχείρησε να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.