καταρρέω


καταρρέω
Προφορά

Ετυμολογία
καταρρέω αρχαία ελληνική καταρρέω

Ερμηνεία
ρήμα καταρρέω

✦ πέφτω, χύνομαι προς τα κάτω: επί τους ώμους της χυτή κατέρρεεν η κόμη (Αλ. Ραγκαβής)
✦ γκρεμίζομαι, σωριάζομαι: κατέρρευσε η στέγη του μοναστηριού
(μτφ. ) εξαντλούμαι σωματικά ή ηθικά: μετά το ατύχημα του γιου του κατέρρευσε
(μτφ. ) διαλύομαι, φθείρομαι: κατέρρευσε η αυτοκρατορία
(μτφ. ) ανατρέπομαι, αποδεικνύομαι ψευδής: ένας αθώος επιδιώκει να δικασθεί για να λάμψει η αλήθεια, αφού έτσι θα καταρρεύσει το αβάσιμο κατηγορητήριο (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.