καταρράκωση


καταρράκωση
Προφορά

Ετυμολογία
καταρράκωση καταρρακώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταρράκωση

✦ κουρέλιασμα
(μτφ. ) εξευτελισμός, ταπείνωση: καταρράκωση του ηθικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.